- ταμιευτικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στην αποταμίευση, αποταμιευτικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταμιευτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμιευτικός — ή, ό / ταμιευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ταμιεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αποταμίευση, αποταμιευτικός 2. κατάλληλος ή χρήσιμος για αποταμίευση μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταμιευτικόν το να αποταμιεύει κανείς, η αποταμίευση αρχ. 1. φειδωλός,… … Dictionary of Greek
ταμιευτικῶν — ταμιευτικός of fem gen pl ταμιευτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμιευτικόν — ταμιευτικός of masc acc sg ταμιευτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμιευτικούς — ταμιευτικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμιευτικῆς — ταμιευτικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμιευτικήν — ταμιευτικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμιευτικῶς — ταμιευτικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμιευτικώτεροι — ταμιευτικός of masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)